- ὀνείατα
- ὄνειαρthat which brings profitneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀνείαθ' — ὀνείατα , ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc pl ὀνείατι , ὄνειαρ that which brings profit neut dat sg ὀνείατε , ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείατ' — ὀνείατα , ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc pl ὀνείατι , ὄνειαρ that which brings profit neut dat sg ὀνείατε , ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… … Dictionary of Greek
όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… … Dictionary of Greek